10 & 12/1 Αφιέρωμα στον Vincent Dieutre

 

*for let's say english scroll downs

10 & 12/1 ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ VINCENT DIEUTRE

Αφού σπούδασε ιστορία της τέχνης, ο Vincent Dieutre εισήλθε στο IDHEC (Fémis) το 1983. Το 1989 του απονεμήθηκε το βραβείο Villa Médicis hors les murs στη Νέα Υόρκη, ενώ στη συνέχεια έμεινε στη Ρώμη και το Βερολίνο. Μετά από αυτά τα χρόνια περιπλάνησης, επέστρεψε στο Παρίσι, όπου έγραψε τη διατριβή του DEA («Aesthetics of Confusion», Paris III) πριν στραφεί οριστικά στη σκηνοθεσία κάνοντας ντεμπούτο με τη ταινία Rome Désolée. Κινηματογραφιστής και κριτικός (La Lettre du cinéma, Les Lettres Françaises), διδάσκει επίσης τακτικά σε σχολές κινηματογράφου και τέχνης στη Γαλλία και την Ευρώπη (Paris VIII, HEAD, Fresnoy, La Cambre, κ.λπ.). Τόσο με το ντοκιμαντέρ όσο και με τα αυτομυθιστορήματα -εμπνευσμένα από τη μουσική, τη ζωγραφική και την queer κουλτούρα- το έργο του θέτει υπό αμφισβήτηση τους δεσμούς μεταξύ του οικείου και του συλλογικού, καθώς και τις μορφές του κινηματογράφου. Έχει στο ενεργητικό του περισσότερες από 20 ταινίες οι οποίες έχουν προβληθεί και κερδίσει πολλά βραβεία σε διεθνή φεστιβάλ.


Ποιος είναι όμως ο κινηματογράφος του Vincent Dieutre;
Αυτοβιογραφικός, ντοκιμαντέρ, αυτομυθοπλαστικός είναι κάποιοι από τους χαρακτηρισμούς που έχουν αποδοθεί σε μια φιλμογραφία παραμένει ουσιαστικά ακατάτακτη. Ο Vincent Dieutre είναι εμμονικός περιηγητής των ευρωπαϊκών πόλεων. Η παρουσία του σ’ αυτές και η κινημαοτγράφιση τους εκλαμβάνεται εύκολα ως μια μορφή αντίστασης. Έτσι κι εμείς διαλέξαμε να παρουσιάσουμε μαζί με την τελευταία του ταινια «This is the End», την τριλογία του με «τις ταινίες της Ευρώπης». Αν θέλετε τη γνώμη μου, μια από τις σημαντικότερες τριλογίες στην ιστορία του κινηματογράφου.

Απαρτίζεται απ' τις ταινίες Lecons de Tenebres, Mon Voyage dHiver και Orlando Ferito, οι οποίες διασχίζουν τη Ρώμη, τη Νάπολη, την Ουτρέχτη, το Βερολίνο, τη Νυρεμβέργη, τη Δρέσδη, το Παλέρμο, μεταξύ άλλων. Το background του σκηνοθέτη στην ιστορία της τέχνης δεν κρύβεται. Αυτή η τριλογία είναι εμποτισμένη με αναγέννηση, μπαρόκ, κλασσική μουσική, λογοτεχνία, ποίηση. Η αναφορά στις τέχνες δεν είναι εργαλειακή, είναι μάλλον μια αναγκαία προσφυγή του σκηνοθέτη στην προσπάθεια του να δηλώσει καταγωγικούς τόπους που τον καθορίζουν. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς, πως η τέχνη έχει μεγαλύτερη επίδραση σε ανθρώπους που είναι μόνοι, και μπορούν να διαθέσουν ολοκληρωτικά τον εαυτό τους σ’ αυτή. Κατά αυτόν τον τρόπο, ακόμα κι αν μεγάλο μέρος των ταινιών εξελίσσονται στο δρόμο, οι ταινίες του Dieutre δίνουν την απόλυτη αίσθηση ενός μοναχικού δωματίου. Το Lecons de Tenebres είναι πνιγμένο σε πίνακες αναγεννησιακούς ή μπαρόκ. Αυτές οι πανέμορφες και πολλές φορές βίαιες αναπαραστάσεις συνοδεύουν το πνεύμα της ταινίας. Η βία γεννάται από τις αναπαραστάσεις ή οι αναπαραστάσεις εμπνέουν τη βία; Αδιάφορο! Είμαστε μέσα στην καταστροφή. Το ότι είμαστε μέσα στην καταστροφή γίνεται ακόμα πιο ρητά σαφές στο τρίτο μέρος της τριλογίας, το Orlando Ferito όπου τα λόγια των απλών ανθρώπων της Σικελίας (Παλέρμο) αναμειγνύονται με εκείνα του Παζολίνι, του Ντίντι-Χούμπερμαν και του Πιεραντρέα Αμάτο. Τι λέει ο Dieutre με όλες αυτές τις φωνές: η καταστροφή είναι ήδη εδώ και αυτό δεν είναι λόγος να αναστενάζουμε και να κλαίμε ότι όλα έχουν χαθεί ή να αναζητούμε μια ατομική διαφυγή, η οποία είναι ούτως ή άλλως αδύνατη.

Ακόμα κι αν διαφεύγει μονίμως μέσα σ’ ένα αυτοκίνητο, όπως συμβαίνει στο This is the End, ή στο δεύτερο μέρος τις τριλογίας «των ταινιών της Ευρώπης», Mon Voyage dHiver, η διαφυγή είναι σχηματική και μάλλον μια ακόμα υποσημείωση για το ανέφικτλο της. Στο Mon Voyage dHiver ο κόσμος που καθόρισε τον Dieutre είναι πάλι εδώ. Όχι ζωγραφική, όχι λογοτεχνία. Αυτή τη φορά, μουσική. Μια ταινία βυθισμένη στην κλασσική γερμανική μουσική. Η μουσική δεν συνοδεύει, ούτε υπονομεύει το αυτομυθοπλαστικό ντοκιμαντέρ του Vincent. Αποκτά μια αυτοτελή διάσταση. Μια θεϊκή διάσταση, ή κι αγγελική μες το κατάλευκο από χιόνια της ταινίας. Παρόμοια επίδραση μουσικής σε ταινία θυμάμαι μονάχα στο «Όλα τα πρωινά του κόσμου».

Ο ήχος δεν έχει μόνο σε αυτή την ταινία ζωτική σημασία. Ο Dieutre είναι μανιώδης εξερευνητής των δυνατότητων του μέσου. Δεν αρκείται στον "συγχρονισμένο" ήχο που προτάσσει ως μονόδρομο η βιομηχανία. Γνωρίζει ότι στο υποτιμημένο voice over και στην διαδικασία δημιουργίας ήχου μετά το γύρισμα της ταινίας βρίσκονται δυνατότητες που τον αφορούν. Δανείζομαι κάποια αποσπάσματα από σχετικό κείμενρο του σκηνοθέτη:
«στη σχολή κινηματογράφου, συνειδητοποίησα ότι η ιερή και απαραβίαστη κλακέτα ήταν μια εγγύηση συγχρονισμένου ήχου και εικόνας, ένα είδος φετίχ της αληθοφάνειας, καθώς και μια συνοπτική εντολή προς τον θεατή: να αποδεχτεί την αληθοφάνεια της κινηματογραφικής αναπαράστασης, να ακολουθήσει τη μυθοπλασία, να πιστέψει σε αυτήν.

Η Marguerite Duras και η Chantal Akerman είχαν ήδη εγκαινιάσει μια πολύ πιο ανοιχτή αφηγηματική σχέση μεταξύ εικόνας και ήχου, μεταξύ όσων λέγονται (ή παραμένουν ανείπωτα) και όσων προβάλλονται. Πήδηξα κι εγώ στο ρήγμα, όπως και περισσότεροι από μερικοί άλλοι άφραγκοι ομοφυλόφιλοι κινηματογραφιστές, και βρήκαμε έναν τρόπο να ξεφύγουμε από την παγίδα του συγχρονισμού και από μια ορισμένη «αυταρχική» οικονομία της αφήγησης: ανακαλύψαμε ότι μπορούσαμε να ανακτήσουμε τον έλεγχο της άπειρης δύναμης του κινηματογράφου, να επαναδιαπραγματευτούμε την πρόθυμη αναστολή της δυσπιστίας με το κοινό, αν και έπρεπε ακόμη να βρω τη φωνή μου. «Μην πιστεύετε το νόημα», είπε ο Celan, “πιστέψτε εμένα!”. Η ποίηση, η λογοτεχνία, οι λεγόμενες καλές τέχνες είχαν από καιρό πηδήξει στο άρμα, αλλά τα εμπορικά συμφέροντα που διακυβεύονταν και ο τεράστιος μηχανισμός της κινηματογραφικής βιομηχανίας για θέαμα δεν ήταν διατεθειμένοι να το δεχτούν με το ζόρι. Έπρεπε να τρυπώσουμε και να βρούμε τις ρωγμές. Εκείνη την εποχή μιλούσαμε για Αντί-κινηματογράφο ή για δημιουργικά ντοκιμαντέρ. Αλλά το φονικό μας όπλο ήταν η φωνή. Η φωνή μου.

Τίποτα δεν είναι πραγματικά προδιαγεγραμμένο: η φωνή, ή μάλλον οι φωνές στην ταινία, πρέπει να αναπτύσσονται μέσα από τις εικόνες - ίσως για να βιώσουμε ένα διαφορετικό είδος συγχρονισμού: όχι των χειλιών, αλλά του νοήματος; Η ταινία βρίσκει τον αντίποδά της στο μοντάζ. Και ο θεατής θα συγκινηθεί αν για μια στιγμή μπορέσει να συλλάβει τη μουσική «αλήθεια» της ταινίας, όταν μπορέσει να παρέμβει στις εικόνες, στον άμεσο ήχο και στη φωνή, θα ανανεώσει την αναστολή της δυσπιστίας. Αυτό ενισχύει με τη σειρά του τον αντίκτυπο των εικόνων και αναβαθμίζουν την ηχητική μπάντα από συνοδευτικό σε αυτοτελή στοιχείο μιας ταινίας.»

Εκτός από την παρουσία των πόλεων, την παρουσία της τέχνης, άλλο ένα στοιχείο στο οποίο οικοδομούνται οι ταινίες του Dieutre είναι οι ομοερωτικές αναπαραστάσεις. Λόγω αυτών των συνδυασμένων στοιχείων ο Dieutre συχνά έχει παρομοιαστεί με τον Derek Jarman. Η αλήθεια είναι ότι ο Dieutre δε μπορεί να συγκριθεί με κανέναν, όπως κανένας ακατάτακτος σκηνοθέτης δε μπορεί να συγκριθεί με κάποιον άλλο. Σε αντίθεση με τον Jarman, δεν μοιάζει να ενδιαφέρεται τόσο για την δημιουργία ενός «θεατρικού κινηματογράφου», ή να πειραματιστεί τόσο με τα τεχνικά χαρακτηριστικά του μέσου. Αυτό που ενδιαφέρει περισσότερο τον Vincent Dieutre είναι οι αφηγηματικές δυνατότητες του κινηματογράφου ούτως ώστε να καταφέρει να αυτοδιηγηθεί μέσα απ' αυτές.

Τελευταία ταινία στο πρόγραμμα και στη φιλμογραφία του είναι το This is the End (2023). Μια ταινία που γυρίστηκε στο Λος Άντζελες! Τι παραστράτημα! Γυρισμένη κατά τη διάρκεια της φρικτής εποχής της κορωνοεπιτήρησης, το Λος Άντζελες μοιάζει μια πόλη κοιμισμένη, χωρίς σφυγμό. Πλάι στη δική του φωνή, ο σκηνοθέτης δίνει μεγάλο χώρο σε μια λέσχη ποίησης. Η ποίηση, είναι λέει, η μόνη δημοκρατική πλευρά που έχει απομείνει στη (νεοφιλελεύθερη) γλώσσα. Η ποίηση εδώ προσπαθεί να αναβιώσει μια γλώσσα απ’ το παρελθόν, την ίδια στιγμή που ο έρωτας προσπαθεί να αναβιωθεί μέσα από μια παρελθοντική ιστορία. Ο Dieutre γίνεται πολύ σκληρός σε αυτή την ταινία. Μα πάντα παραμένει αινιγματικός μέσα από ζώσες αντιθέσεις.

Όπως εμφανίζεται άλλοστε σε όλη του τη φιλμογραφία. Εν μέρει περιθωριακός, εν μέρει κλασσικός. Αγωνιζόμενος πάντα για τις νέες δυνατότητες του κινηματογράφου, είτε ως δημιουργός, είτε ως θεωρητικός, όντας σημαντικό μέλος του δυναμικά αντικομφορμιστικού κινηματογραφικού περιοδικού La Lettre du cinéma, που είχε ως κινηματογραφικό όραμα την εξερεύνηση των αινιγματικών μορφών του σινεμά. Οι συγγραφείς του προτιμούσαν τον Rivette από τον Godard και έδειχναν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το μικρό αλλά διακριτό «queer νέο κύμα» που κυμάτισε στα τέλη της δεκαετίας του '70, με σκηνοθέτες όπως ο Vecchiali, ο Jean-Claude Guiguet ή ο Jean-Claude Biette, για τον οποίο με τη σειρά του ο Pasolini ήταν μια πολύ παρούσα έμπνευση. Ο Dieutre εδώ γράφει για έναν ποιητικά δομημένο, πολιτικά ενεργό, μικρής κλίμακας κινηματογράφο, ευφάνταστο και πολυμήχανο στην παραγωγή, τη διανομή και την προβολή.

Το αφιέρωμά μας θα πραγματοποιηθεί με την προβολη 4 ταινιών του Vincent Dieutre αλλά και με μια οπτικοακουστική περφόρμανς που θα παραθέσει ο σκηνοθέτης. Οι προβολές θα λάβουν χώρο στις 10/1 στο Στούντιο (Οικονόμου 3) στα Εξάρχεια, ενώ στις 12/1 Θα πάμε στo Π6 (Πυθοδώρου 6) στο Μεταξουργείο.


10/1
Στούντιο (Οικονόμου 3, Εξάρχεια)

19.00 Lecons de Tenebres - 77'
21.00 Mon Voyage d' Hiver - 104'
Οι προβολές θα ακολουθηθούν από q & a με τον σκηνοθέτη

12/1
Π6 (Πυθοδώρου 6, Μεταξουργείο)
18.00 Orlando Ferito - 122'
20.30 performance από τον Vincent Dieutre
21.00 This is the End - 109'
Οι προβολές θα ακολουθηθούν από q & a με τον σκηνοθέτη

 
Είσοδος Ελεύθερη
με ελεύθερη συνεισφορά για τη βιωσιμότητα των χώρων και τα έξοδα του σκηνοθέτη.


Leçons de ténèbres
(1999, Γαλλία- Βέλγιο, 77')

«Η δεκαετία του '90 ξεκίνησε πολύ άσχημα», με αυτόν τον τρόπο ο Vincent Dieutre μας εισάγει στις σκιές του προσωπικού του σύμπαντος εκείνα τα χρόνια, περνώντας από την Ουτρέχτη, τη Νάπολη και τη Ρώμη. Σε αυτές τις τρεις πόλεις και δύο ερωτικές σχέσεις καθοδηγεί έναν ομοφυλόφιλο άνδρα στη νυχτερινή του αναζήτηση για τη χαμένη ομορφιά. Σε μια διασταύρωση ημερολογίου και μπαρόκ θεατρικού έργου, η ταινία ανασυνθέτει τα θραύσματα ενός μοιραίου ταξιδιού με φόντο τον Καραβάτζιο. Ζωγραφική, αισθησιασμός, απώλεια του εαυτού σε ένα αστικό τοπίο: τα Leçons de ténèbres σχηματίζουν μια σκοτεινή τοιχογραφία, ένα λευκό-καυτό κολάζ τρισάθλιας ματαιοδοξίας.

Mon Voyage d' Hiver
(2003, Γερμανία - Γαλλία, 104')

«Η καλύτερη φίλη μου, η Άννα, με ρώτησε αν θα με πείραζε να πάρω μαζί μου τον δεκαπεντάχρονο γιο της, τον Ιτβάν, στο Βερολίνο. Δέχτηκα αμέσως». Ένας κομψός, εκλεπτυσμένος άντρας στα σαράντα του ξεκινάει με τον Itvan για ένα μακρύ, απολαυστικό ταξίδι, το Χειμερινό του Ταξίδι. Διασχίζουν τη χιονισμένη Γερμανία με αυτοκίνητο. Καθώς ο άνδρας οδηγεί το αγόρι μέσα από πόλεις και εξοχές, ο Itvan ανακαλύπτει το παρελθόν και το τεράστιο έργο της επανένωσης που βρίσκεται τώρα σε εξέλιξη. Η ποίηση και ο πολιτισμός αποτελούν επίσης μέρος του ταξιδιού, το οποίο συνοδεύεται από κλασική γερμανική μουσική. Όταν οι δρόμοι τους διασταυρώνονται με τους πρώην εραστές του άντρα ή το ταξίδι προσφέρει απρόσμενες συναντήσεις, ο Itvan μαθαίνει επίσης περισσότερα για τη ζωή του ίδιου του άντρα. Όταν τελικά φτάνουν στο Βερολίνο, οι δρόμοι τους πρέπει να χωρίσουν. Ο Ιτβάν παρακολουθεί τον άνδρα να φεύγει, παίρνοντας μαζί του τη μελαγχολία της ύπαρξής του. Ωστόσο, το κοινό τους ταξίδι δημιούργησε έναν άρρηκτο δεσμό μεταξύ των δύο ανδρών. Ο Ιτβάν δεν θα είναι ποτέ ξανά ο ίδιος.

Orlando Ferito
(2015, Γαλλία - Ιταλία, 122')

Το τρίτο, σικελικό, μέρος του κύκλου «Οι ταινίες της Ευρώπης», το Orlando ferito είναι ένα πολύπλευρο «chanson de geste», που χαρακτηρίζεται από την αγωνία και ποτίζεται από την ελπίδα. Το διαθηκικό έγγραφο που έγραψε ο Pasolini λίγο πριν από τον θάνατό του (Le vide du pouvoir en Italie), το οποίο μετέφερε μεταφορικά την πολιτική του απόγνωση για την «εξαφάνιση των πυγολαμπίδων», και εκείνο του Georges Didi-Huberman (2009), το οποίο, αντίθετα, αναφέρεται στην «επιβίωσή» τους. Ο Vincent Dieutre ταξιδεύει στο μακρινό νότο της Ευρώπης αναζητώντας τις σημερινές «πυγολαμπίδες» που επινοούν καθημερινά μια πολιτική ζωή. 

This is the End
(2023, Γαλλία, 109')

Οδικά ταξίδια στο Λος Άντζελες, διάσημοι στίχοι στο Poetry Lounge και έρωτας σε περιόδους πανδημίας: Ραντεβού με μια παλιά φλόγα, σαράντα χρόνια μετά. Μετά το Jaurès (2012), ο Vincent Dieutre παρουσιάζει ένα ακόμη τρυφερό αυτοβιογραφικό έργο στο Φόρουμ.

__________________________________________

10 & 12/1 TRIBUTE TO VINCENT DIEUTRE

After studying art history, Vincent Dieutre joined IDHEC (Fémis) in 1983. In 1989 he was awarded the Villa Médicis hors les murs prize in New York, after which he stayed in Rome and Berlin. After these years of wandering, he returned to Paris, where he wrote his DEA thesis ("Aesthetics of Confusion", Paris III) before finally turning to directing, making his debut with Rome Désolée. A filmmaker and critic (La Lettre du cinéma, Les Lettres Françaises), he also regularly teaches at film and art schools in France and Europe (Paris VIII, HEAD, Fresnoy, La Cambre, etc.). With both documentary and autobiographical works - inspired by music, painting and queer culture - his work questions the links between the intimate and the collective, as well as the forms of cinema. He has more than 20 films to his credit which have screened and won numerous awards at international festivals.

But what is the cinema of Vincent Dieutre?
Autobiographical, documentary, self-fictional are some of the descriptions that have been attributed to a filmography that remains essentially unclassified. Vincent Dieutre is an obsessive traveller of European cities. His presence in them and his filming of them is easily perceived as a form of resistance. So we have chosen to present, together with his latest film "This is the End", his trilogy of "the films of Europe". If you ask me, one of the most important trilogies in the history of cinema.

It is composed of the films Lecons de Tenebres, Mon Voyage d'Hiver and Orlando Ferito, which traverse Rome, Naples, Utrecht, Berlin, Nuremberg, Dresden, Palermo, among others cities. The director's background in history of art is not hidden. This trilogy is steeped in renaissance, baroque, classical music, literature and poetry. The reference to the arts is not instrumental; rather, it is a necessary recourse for the director in his attempt to declare his defining origins. It could be argued that art has a greater impact on people who are alone, and can devote themselves completely to it. In this way, even though much of the films take place on the street, Dieutre's films give the ultimate sense of a lonely room. Lecons de Tenebres is awash with Renaissance or Baroque paintings. These beautiful and often violent representations accompany the spirit of the film. Is violence born of the representations or do the representations inspire violence? Whatever! We are in the midst of destruction. That we are in the midst of destruction becomes even more explicitly clear in the third part of the trilogy, Orlando Ferito, where the words of ordinary people in Sicily (Palermo) are mixed with those of Pasolini, Didi-Huberman and Piere Andrea Amato. What does Dieutre say with all these voices: the catastrophe is already here and that is no reason to sigh and cry that all is lost or to seek an individual escape, which is impossible anyway.

Even if he permanently escapes in a car, as in This is the End, or in the second part of the "films of Europe" trilogy, Mon Voyage d'Hiver, the escape is schematic and rather another note of impossible. In Mon Voyage d'Hiver, the world that defined Dieutre is here again. Not painting, not literature. This time, music. A film immersed in classical German music. The music neither accompanies nor undermines Vincent's self-fictional documentary. It acquires an independent dimension. A divine dimension, or even angelic in the snow-white of the film. I can only remember a similar effect of music on film in Tous les matins du monde.

Sound is not only vital in this film. Dieutre is an avid explorer of the possibilities of the medium. He is not content with the "synchronized" sound that the industry advocates as a one-way street. He knows that in the underrated voice over and in the process of creating sound after the film has been shot, there are possibilities that are relevant to him. I am borrowing some quotes from a related text by the director:
"For a long time, I wondered what a clapperboard was for. In the era of analogue film, where I first discovered shooting and then editing film (still on a cutting table in those days) back in film school, I realised that the sacrosanct clapperboard was a guarantee of synchronised sound and image, a sort of fetish of verisimilitude, as well as a summary command issued to the viewer: to accept the veracity of the filmic representation, to go along with the fiction, to believe in it.And besides, the women had already called it all into question. Marguerite Duras and Chantal Akerman had already ushered in a far more open-ended narrative relationship between image and sound, between what is said (or left unsaid) and what is shown. I too,leapt into the breach, as did more than a few other penniless gay filmmakers, and found a way out of the sync trap and out of a certain “authoritarian” economy of storytelling: we discovered that we could regain control over the infinite power of cinema, renegotiate the willing suspension of disbelief with the audience, although I still had to find my voice. “Don’t believe the meaning,” said Celan, “believe me!” Poetry, literature, the so-called fine arts had long since jumped on the bandwagon, but the commercial interests at stake and the movie industry’s enormous machinery for spectacle were not about to take it lying down. We had to sneak in and find the cracks. At the time, we spoke of Third cinema or creative documentaries. But our lethal weapon was the voice. My voice.Forget the explanatory commentary, the use of the voiceover as an extra narrative tool in documentaries. The idea was to play with the voice like you do with the shot, to play with the “I”, “you”, “he”, “she”. Nothing is really prescribed: the voice, or rather the voices in film, must grow out of the images – perhaps to experience a different kind of synchronicity: not of lips, but of meaning? The film finds its counterpoint in the editing. And the viewer will be moved if for a moment they can grasp the musical “truth” of the film, when they can intervene in the images, the direct sound and the voiceover, it will renew the suspension of disbelief. "

Apart from the presence of cities, the presence of art, another element on which Dieutre's films are built is the homoerotic representations. Because of these combined elements Dieutre has often been likened to Derek Jarman. The truth is that Dieutre can't be compared to anyone, just as no messy filmmaker can be compared to anyone else. Unlike Jarman, he doesn't seem to be so interested in creating a "theatrical cinema", or so interested in experimenting with the technicalities of the medium. What Vincent Dieutre is most interested in is the narrative possibilities of cinema so that he is able to self-manage through them.

The last film in his schedule and filmography is This is the End (2023). A film shot in Los Angeles! What an aberration! Filmed during the horrific era of coronial surveillance, Los Angeles looks like a sleeping city without a pulse. Alongside his own voice, the director gives great space to a poetry club. Poetry, he says, is the only democratic aspect left in (neoliberal) language. Poetry here tries to revive a language from the past, at the same time as love tries to revive itself through a past history. Dieutre becomes very cruel in this film. But he always remains enigmatic through vivid contrasts. 

As it appears throughout his filmography. Partly marginal, partly classical. Always fighting for the new possibilities of cinema, either as a filmmaker or as a theorist, being an important member of the dynamically anti-conformist film magazine La Lettre du cinéma, which had as its cinematic vision the exploration of the enigmatic forms of cinema. Its writers preferred Rivette to Godard and took a particular interest in the small but distinctive "queer new wave" that rippled through the late 1970s, with directors such as Vecchiali, Jean-Claude Guiguet or Jean-Claude Biette, for whom Pasolini was in turn a very present inspiration. Dieutre here writes of a poetically structured, politically active, small-scale cinema, imaginative and resourceful in its production, distribution and projection.

Our tribute will take the form of a screening of four films by Vincent Dieutre and an audiovisual performance by the director. The screenings will take place on 10/1 at Studio (Oikonomou 3) in Exarchia, while on 12/1 we will go to P6 (Pythodorou 6) in Metaxourgeio.

10/1
Studio (Oikonomou Street, Exarchia)

19.00 Lecons de Tenebres - 77'
21.00 Mon Voyage d' Hiver - 104'
The screenings will be followed by q & a with the director

12/1
P6 (Pythodorou 6, Metaxourgeio)

18.00 Orlando Ferito - 122'
20.30 performance by Vincent Dieutre
21.00 This is the End - 109'
The screenings will be followed by q & a with the director

 
Free entrance
With a free contribution to the sustainability of the spaces and the director's expenses.

 

Leçons de ténèbres
(1999, France - Belgium, 77')

“The Nineties had a pretty bad start”, this is how Vincent Dieutre introduces us to the shadows of his personal universe in those years going through Utrecht, Naples and Rome. In these three cities and two love affairs guide a homosexual man on his nightly search for lost beauty. In a cross between a diary and a baroque play the film reconstructs the fragments of a fateful journey against a Caravaggio backdrop. Painting, sensuality, losing oneself in a cityscape: the Leçons de ténèbres form an obscure fresco, a white-hot collage of trashy vanity.

Mon Voyage d' Hiver
(2003, Germany - France, 104')

“My best friend, Anna, asked me if I would mind taking her fifteen-year-old son Itvan to Berlin with me. I accepted immediately.” An elegant, refined man in his forties sets off with Itvan on a long, enjoyable journey, his Winter Journey. They cross snowbound Germany by car. As the man drives the boy through cities and countryside, Itvan discovers the past and the vast job of reunification now underway. Poetry and culture are also part of the journey, which is accompanied by classical German music. When their paths cross with the man’s former lovers or the journey provides unexpected encounters, Itvan also gets to know more about the man’s own life. When they finally arrive in Berlin, their ways must part. Itvan watches the man leave, taking the melancholy of his existence with him. However their journey together has created an unbreakable tie between the two men. Itvan will never be the same again.

Orlando Ferito
(2015, France - Italy, 122')

The third, Sicilian, part of the “films of Europe” cycle, Orlando ferito Roland blessé is a multifaceted ‘chanson de geste’, marked by anxiety and irrigated by hope. Or two viatica: the testamentary document written by Pasolini not long before his death (Le vide du pouvoir en Italie), which metaphorically communicated his political despair about the “disappearance of the fireflies”, and that of Georges Didi-Huberman (2009), which, on the contrary, refers to their “survival”. Vincent Dieutre travels across the far south of Europe in search of today’s “fireflies” who invent a political life on a daily basis.

This is the End
(2023, France, 109')

Road trips through Los Angeles, famous verses in the Poetry Lounge and love in times of the pandemic: Rendezvous with an old flame, fourty years later. After Jaurès (2012), Vincent Dieutre presents another tender autofictional piece in the Forum.